Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οι πρώτες

  • 1 πρώτος

    ώτη, ο[ν] 1.
    1) первый; πρώτη σειρά первый ряд;

    πρώτος μαθητής — первый ученик;

    πρώτη φορά первый раз, в первый раз, впервые;
    2) неотложный, срочный; είδη πρώτης ανάγκης предметы первой необходимости; 3) элементарный, простой;

    πρώτες γνώσεις — элементарные знания;

    πρώτοι αριθμοί мат. — простые числа;

    § τό πρώτο βιολί — первая скрипка;

    οι πρώτες βοήθειες — а) первая помощь; — б) скорая помощь;

    πρώτες ύλες — сырьё;

    η πρώτη τού μηνός первое число месяца;
    η πρώτη τού έτους первое января;

    ο πρώτος τυχών — первый встречный;

    οι τα πρώτα φέροντες — самые почётные (или влиятельные) граждане;

    ο πρώτος αριθμός — первый номер лотереи;

    εν πρώτοις — или (κατά) πρώτον — во-первых, прежде всего;

    με το πρώτο — сразу, тут же;

    2. (ο) рел духовный глава монастырей Старого Афона

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πρώτος

  • 2 πηγή

    η
    1) источник, родник, ключ; исток (реки);

    ιαματική πηγή — лечебный источник;

    πηγές πετρελαίου — нефтяные залежи;

    2) перен. источник;

    πηγή φωτός — источник света;

    πηγή γνώσεων — источник знаний;

    οι πρώτες πηγές — первоисточники;

    είδηση υπόπτου πηγής — сообщение из ненадёжного источника;

    πηγές καλά πληροφορημένες — хорошо информированные источники;

    3) перен. источник, начало; причина;
    πλ. истоки, начала;

    οι πηγές τού πολιτισμού — истоки цивилизации (или культуры);

    η οκνηρία είναι πηγή κακών — лень — источник всех зол

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πηγή

  • 3 ύλη

    η
    1) вещество, материал;

    πρώτες ύλες — сырьё;

    πλαστικές ύλες — пластмассы;

    καύσιμη ύλη — горючее (топливо);

    ανταλλαγή ( — или εναλλαγή) ύλης — обмен веществ;

    2) перен. материал; тема, содержание (книги и т. п.); объект (науки);

    ύλ εφημερίδας — газетный материал;

    γλωσσική ύλη — языковой материал;

    3) филос, материя;
    4) материальные блага;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ύλη

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»